ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ

Και οι δυο ιχνηλάτες της Ίστριας, παρουσιάζουν τα ίδια εργασιακά χαρακτηριστικά. Ο σκληρότριχος (Istarski Ostrodlaki Gonič), είναι ένας πολύ συμπαθητικός, πανέξυπνος, δουλευταράς και αξιαγάπητος ιχνηλάτης. Αν και είναι εξαιρετικός στο λαγό, φαίνεται να τα καταφέρνει πολύ καλά και στο αγριογούρουνο.
Ο λειότριχος της Ίστριας (Istarski Kratkodlaki Gonič), είναι ένας πολύ όμορφος, αριστοκρατικός, αθλητικός και με πολύ στιβαρή κατασκευή σκύλος. Πολύ ήρεμος χαρακτήρας, αξιαγάπητος, υπάκουος και τρυφερός, άφοβος, με κορυφαίο επίπεδο ευφυΐας. Είναι ένας από τους κορυφαίους ιχνηλάτες του λαγού.
Και οι δύο είναι πολύ εύκολα εκπαιδεύσιμοι. Δένονται πολύ με τον ιδιοκτήτη τους και δε θα υποπέσουν για δεύτερη φορά σε πιθανό λάθος που προκάλεσε τη δυσαρέσκειά του. Γι’ αυτό δε θα κυνηγήσουν ένα «απαγορευμένο τριχωτό» εφόσον καταλάβουν ότι δεν το θέλει το αφεντικό, δεν ξεχνούν όσα μαθαίνουν ιδίως τις απαγορευτικές εντολές και είναι απόλυτα ελεγχόμενοι. Μαθαίνουν πολύ εύκολα α κυνηγούν μόνο λαγό κι αυτό διασφαλίζει σε ικανοποιητικό βαθμό την αδιαφορία τους για τα «απαγορευμένα τριχωτά» όπως η αλεπού και το ζαρκάδι, ακόμα και σε περιοχές με μεγάλο πληθυσμό «απαγορευμένων». Σήμερα μάλιστα, οι Κροάτες εκτρέφουν καθαρές γραμμές ιχνηλατών istarski, άλλες αποκλειστικά για λαγό κι άλλες για αγριόχοιρο ή άλλα θηράματα.  
Είναι πολύ σταθεροί γενετικά και χωρίς κληρονομικά ελαττώματα.

Εργασία
Ο ιχνηλάτες της Ίστριας είναι «γέννημα θρέμμα» της Ίστριας και η προέλευσή τους χάνεται στα βάθη των χρόνων. Η Ιστρία είναι μια χερσόνησος της βορειοδυτικής Κροατίας με βραχώδες υπέδαφος και ακτές. Όλη η βορειοδυτική Κροατία εντάσσεται γεωλογικά στο Δειναρικό καρστικό σύστημα. Τα καρστικά εδάφη είναι κυρίως ασβεστολιθικά πετρώματα υδροπερατά. Ολόκληρη η καρστική περιφέρεια είναι ξηρή και άγονη, γιατί τα νερά των βροχών διαπερνούν τα πορώδη ασβεστολιθικά και δολομιτικά εδάφη και χάνονται αμέσως χωρίς να μένει ίχνος υγρασίας. Εξάλλου, στην περιφέρεια αυτή, τα προβλήματα ύδρευσης είναι αισθητά, παρά τη συχνότητα των βροχών. Η Ιστρία λοιπόν αποτελείται από ανοιχτά, πετρώδη, άγονα χωράφια. Άπειρα χιλιόμετρα από ξερολιθιές, οριοθετούν τα επίσης άπειρα μικρά αγροτεμάχια, και ατελείωτοι είναι οι σωροί από τις πέτρες που μαζεύουν οι αγρότες για να μπορέσουν να καλλιεργήσουν λίγα τετραγωνικά μέτρα γης. Το κλίμα της είναι έντονα μεσογειακό, σε αντίθεση με το ηπειρωτικό κλίμα που έχει η ενδοχώρα γιατί οι ψηλές οροσειρές, κατά μήκος των ακτών, εμποδίζουν την επίδραση της Αδριατικής προς το εσωτερικό. Δέρνεται επίσης από ισχυρούς ανέμους όπως η «Μπούρα» και σε συνδυασμό με την πέτρα και την ξηρασία, δημιουργούνται οι πλέον ακατάλληλες συνθήκες για ιχνηλασία. Έτσι είναι αδύνατον να παραμείνουν ίχνη θηραμάτων στο έδαφος και, ακόμα περισσότερο αδύνατον, να καταφέρει να ξεφωλιάσει τα θηράματα ένας μέτριας ευφυΐας τυπικός ιχνηλάτης με τη μύτη «βιδωμένη» στο έδαφος. 
Πάνω σ’ αυτές τις συνθήκες και για πολλούς αιώνες, διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν οι ιχνηλάτες της Ίστριας, αποκτώντας απόλυτη εξειδίκευση σ’ αυτές. 
Πράγματι οι ιχνηλάτες της Ίστριας είναι πολύ ζωηροί, ακούραστοι και πανέξυπνοι ιχνηλάτες. Σκύλοι πρωτοβουλίας και ξεφωλιαστές. Παρουσιάζουν αξιοθαύμαστη ποικιλία στην εργασία τους:

Ιχνηλασία
Για όση ώρα υπάρχει καλός ντορός, με εντυπωσιακά ζωηρή, γρήγορη και αλάθητη ιχνηλασία, φτάνουν πολύ γρήγορα στο λαγό και τον ξεφωλιάζουν χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Είναι πράγματι πολύ εντυπωσιακή η εικόνα των istarski στην ιχνηλασία ενός φρέσκου ντορού. Το μήνυμα που σου στέλνουν είναι ότι ενδιαφέρονται να φτάσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα στο λαγό, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Ο τροχασμός τους στο φρέσκο ντορό είναι κοφτός και το χαρακτηριστικό τους ότι δεν καθυστερούν καθόλου στα ψέματα του λαγού αλλά με γρήγορα κοψίματα (που πάντα συνοδεύονται με κοφτές φωνές) «ξεμπλοκάρονται» με χαρακτηριστική άνεση από αυτά και φτάνουν πολύ γρήγορα στα σάλτα κοντά στο γιατάκι. Εκεί με λίγες κοφτές αγωνιώδεις φωνές μουντάρουν στο λαγό, πολλές φορές και από απόσταση 3-4 μέτρων. Ο μέσος χρόνος ξεφωλιάσματος είναι σημείο αναφοράς, με αισθητή διαφορά από αυτόν άλλων ιχνηλατών. Αντίθετα η ταχύτητα κίνησης κατά την ιχνηλασία είναι μεσαία, πράγμα που επιτρέπει στους ιχνηλάτες της Ίστριας να ερευνούν σωστά το χώρο και να μην αφήνουν πίσω τους το λαγό. Η άνεση στο ξεφώλιασμα είναι τόσο χαρακτηριστική, που σου δίνουν την αίσθηση ότι ξέρουν που κρύβεται ο λαγός. Το ξεφώλιασμα, ενενήντα στις εκατό περιπτώσεις, γίνεται με μουντάρισμα στο λαγό και ελάχιστες φορές καταφέρνει αυτός να μπροσαλέψει (να σύρει). Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί παίρνουν το λαγό από κοντά και αποκτούν σημαντικό πλεονέκτημα στην καταδίωξη.
Όταν οι οσμές χαθούν και είναι αδύνατη η ιχνηλασία, δεν επιμένουν ανούσια με τη μύτη «βιδωμένη» στο έδαφος, αλλά, ψάχνουν περισσότερο για ίχνη που να υποδηλώνουν την κοντινή παρουσία του λαγού στην περιοχή (υπολείμματα οσμών). Στη συνέχεια, με τυφλή, εξονυχιστική έρευνα (ανεμιστή), σαρώνουν την περιοχή, προσπαθώντας να τον ανακαλύψουν στο γιατάκι του. Ελέγχουν το κάθε σημείο που θα μπορούσε να αποτελέσει κρυψώνα για το λαγό: θάμνους, βράχια και ξετρύπια βράχων, βάτα, φράχτες, καλλιέργειες κ.λπ. Στη φάση αυτή, σε περιοχές που τις γνωρίζουν και έχουν ξεφωλιάσει στο παρελθόν λαγούς, θυμούνται τα γιατάκια και ελέγχουν τα σημεία αυτά. Η ποικιλία αυτή που παρουσιάζουν στην εργασία τους, τους δίνει τη δυνατότητα να κυνηγούν αποτελεσματικά όλες τις ώρες της ημέρας, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες.
Το υψηλό επίπεδο ευφυΐας τους, τους κάνει πολύ συνεργάσιμους με τον κυνηγό. Κατανοούν και εκτελούν πρόθυμα πολλές εντολές κατά τη διάρκεια του κυνηγιού όπως προτροπή από τον κυνηγό να ψάξουν σε συγκεκριμένα ύποπτα μέρη (ρυάκια, βάτα, πυκνά, τρύπες), νεύμα από τον κυνηγό ότι ο λαγός έχει μπροσαλέψει, κάλεσμα για να τους βάλουμε σε ίχνη φυγής, απαγόρευση να μπουν σε κάποια περιοχή κ.λπ.
Σε γενικές γραμμές, ο κύκλος έρευνας είναι μεσαίας ακτίνας και δεν ανοίγονται εύκολα μέσα στο αχανές δάσος σε μεγάλες αποστάσεις από τον κυνηγό. Είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους να ενδιαφέρονται για τη θέση του κυνηγού και συχνά στέφουν το βλέμμα τους για να εντοπίσουν το καρτέρι του. Όταν σιγουρευτούν ότι ο κυνηγός μένει σταθερός στη θέση του, ανοίγουν πολύ περισσότερο τον κύκλο της έρευνάς τους, ποτέ όμως παρορμητικά και ανεξέλεγκτα. Για το λόγο αυτό είναι από τους πλέον ευκολομεταχείριστους ιχνηλάτες στο κυνήγι κοντά στα σκυλιά και στο κυνήγι με εναλλασσόμενα ή μεσαία καρτέρια.

Καταδίωξη
Η δίωξή τους είναι χαρακτηριστικά ακριβής. Η ταχύτητα που αναπτύσσουν κατά την καταδίωξη είναι από τις υψηλότερες (ίσως είναι η υψηλότερη) από όλους τους τυπικούς ιχνηλάτες (πλην των λαγωνικών σκύλων όπως ο Κρητικός λαγωνικός σκύλος). Είναι άριστοι επίσης στη διόρθωση λάθους πορείας της καταδίωξης. Στα βαλκάνια και την Ιταλία είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να χρησιμοποιούνται οι istarski – κυρίως ο λειότριχος – μέσα σε ομάδα άλλων καθαρόαιμων ιχνηλατών, σαν ιχνηλάτες πρωτοβουλίας (για γρήγορο ξεφώλιασμα και καταδίωξη, και για γρήγορη διόρθωση πορείας στην καταδίωξη).
Όλα τα εργασιακά χαρακτηριστικά στοιχεία, το μουνταριστό ξεφώλιασμα, η υψηλή ταχύτητα καταδίωξης, η γρήγορη διόρθωση στην καταδίωξη, είναι πολύ σημαντικά γιατί διατηρείται σταθερός ο χρόνος που χωρίζει το λαγό από τα σκυλιά. Έτσι δε δίνει στο λαγό το χρονικό περιθώριο που χρειάζεται για να πάρει ανάσες και να σκεφτεί τρόπους να παραπλανήσει τους διώκτες του, με αποτέλεσμα η συνεχής πίεση της καταδίωξης να τον αναγκάζει να επιστρέψει γρηγορότερα πίσω στα καρτέρια, απ’ ότι με άλλους διώκτες. Ο λαγός με ένα istarski πίσω του, ιδιαίτερα μετά τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου, σε ορεινούς και σφιχτούς κυνηγότοπους, είναι αναγκασμένος να περάσει πολύ πιο σύντομα από τα καλά καρτέρια της περιοχής, μειώνοντας κατά πολύ τις πιθανότητες διαφυγής του.
Γνωρίζουν πότε χάνεται η μάχη της καταδίωξης και δεν επιμένουν ανούσια στον ίδιο λαγό, χαλώντας τη μέρα του κυνηγού. Χαρακτηρίζονται «διώκτες των 50 λεπτών» (ο χρόνος καταδίωξης, ανάλογα με την εποχή, το γεωγραφικό πλάτος και τις συνθήκες εδάφους και καιρού, κυμαίνεται από 20 λεπτά μέχρι και 2 ώρες). Έτσι, κατατάσσονται στους ιχνηλάτες με μεσαίο κύκλο έρευνας και καταδίωξης.  Μετά το τέλος της καταδίωξης επιστρέφουν πάντα στον κυνηγό και στη συνέχεια ξεκινούν για άλλη ιχνηλασία.

Εξαιρετικοί ιχνηλάτες επίσης στα «ίχνη αίματος». Σε περίπτωση τραυματισμού του θηράματος, είναι σχεδόν αδύνατον αυτό να χαθεί. Μαθαίνουν επίσης πολύ εύκολα, σχεδόν από μόνοι τους να κουβαλούν ατόφιο το θήραμα στον κυνηγό χωρίς να το χαλούν κι αυτό απαλλάσσει τον κυνηγό από το σούρσιμό του μέσα στο πυκνό για να το βρει. Αν υπάρχουν πολλά σκυλιά στην παρέα, το istarski φτάνοντας στο λαγό, θα τον αρπάξει γρήγορα στα δόντια του χωρίς καν να περιμένει να τον πνίξει και θα τρέξει προς το μέρος του κυνηγού. Μπορεί να κουβαλήσουν ένα λαγό ακόμα και από δύο χιλιόμετρα, ξεπερνώντας παράλληλα και όλα τα εμπόδια που θα συναρτήσουν.

Η φωνή τους στην ιχνηλασία ακούγεται μόνο κοντά στο λαγό, σε αραιά διαστήματα, κυρίως όταν «ξεκόβουν» τα διπλά, τα ψέματα και το μονοντορό. Είναι καθαρή, σύντομη (κοφτή), υψηλής τονικότητας, ζωηρή, αγωνιώδης και ευχάριστη.
Στην καταδίωξη είναι «κουδουνιστή», καθαρή, γρήγορη και διακόπτεται αμέσως όταν βρεθούν εκτός πορείας δίωξης. Έτσι αφ’ ενός δίνουν το ακριβές στίγμα της πορείας δίωξης στον κυνηγό, που διορθώνει ανάλογα τη θέση του στα καρτέρια, αφ’ ετέρου δε συμπαρασύρουν τα υπόλοιπα σκυλιά σε λάθος δρόμους μακριά από την πραγματική πορεία του λαγού. Αυτό συντελεί στην ακόμα γρηγορότερη διόρθωση πορείας, που είναι το σημαντικότερο στοιχείο της καταδίωξης. Μόλις διορθώσουν, αρχίζουν αμέσως οι κανονικές φωνές καταδίωξης.

Δεν ενδείκνυνται για μεγάλες αγέλες, αντίθετα δουλεύουν ιδανικά σε ζευγάρι ή μέχρι το ανώτερο 4-5 σκυλιά.

Εδάφη καταλληλότητας
Η ποικιλία που παρουσιάζουν στην εργασία τους, και η μεγάλη προσαρμοστικότητά τους λόγω της ευφυΐας τους, τους κάνει αποτελεσματικούς σε όλα τα εδάφη και σε όλους τους τρόπους κυνηγιού. Όμως τα πλέον ιδανικά εδάφη γι’ αυτούς είναι τα ανοιχτά, τα μικτά, τα σφιχτά και τα πετρώδη. Κυρίως ορεινοί κυνηγότοποι ανεξαρτήτου υψομέτρου με πουρνάρι, ασπαλαθιάδες, πυκνά με χαμηλή πυκνή βλάστηση (κουμαριά, ρείκι, αχινοπόδια, βάτα), χορτολιβαδικές και χερσωμένες παλιές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, πετρώδη και αφάνες είναι τα κυνηγοτόπια που αποδίδει τα μέγιστα.
Ο εξειδικευμένος τρόπος εργασίας τους όταν επικρατούν κακές συνθήκες ιχνηλασίας (και η έλλειψη υπομανδύα στον λειότριχο istarski) σε συνδυασμό με το λευκό χιονάτο τρίχωμά τους, τους καθιστούν από τους πλέον κατάλληλους ιχνηλάτες και για τα ξηροθερμικά εδάφη της νοτιοκεντρικής Ελλάδας, των νησιών και της Κύπρου.